Οι δυο κρατούμενες γυναίκες καταγγέλλουν πως τους άσκησαν ποινική δίωξη για απάτη (αδίκημα διωκόμενο μόνο μετά από έγκληση με τον νέο ΠΚ) εκθέτοντας σε κίνδυνο νέας προφυλάκισης, χωρίς να έχουν τέτοιο νομικό δικαίωμα.
Για κατάχρηση εξουσίας κατηγορούν ευθέως οι δυο προσωρινά κρατούμενες εδώ και 1 χρόνο επικεφαλής του γηροκομείου στα Χανιά, την αντεισαγγελέα Χανίων και τον αρμόδιο ανακριτή, που χειρίστηκαν την υπόθεσή τους σχετικά με τις καταγγελίες για τους θανάτους ηλικιωμένων.
Οι δυο γυναίκες, η ιδιοκτήτρια και η κόρη της επιμένουν μέσα από τη μήνυση που υποβάλλουν δια των δικηγόρων Βασίλη Χειρδάρη και Νίκου Ρουσσόπουλου ότι εναντίον τους «υπήρξε μια ενορχηστρωμένη και άδικη επίθεση από διάφορους (τους οποίους έχομε καταμηνύσει και ασκήσει αστικά ένδικα μέσα σε βάρος τους) αλλά και από τα τοπικά και μη ΜΜΕ με αποτέλεσμα να ασκηθούν σε βάρος μας ποινικές διώξεις πέρα από κάθε φαντασία και λογική, όπως για δήθεν ανθρωποκτονίες από πρόθεση (!) κ.α». με αποτέλεσμα «άδικα να βρισκόμαστε σχεδόν ένα χρόνο σε κατάσταση προσωρινής κράτησης».
Ως κερασάκι στην τούρτα της σε βάρος τους -όπως λένε- ενορχηστρωμένης επίθεσης, υπήρξε η στάση των δυο δικαστικών λειτουργών, στους οποίους καταλογίζουν αντιδικονομική λειτουργία, αφού εν ολίγοις καταγγέλλουν πως τους άσκησαν επιπλέον ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη σε βάρος τροφίμου που απεβίωσε το 2017, χωρίς να υπάρχει τέτοιο δικαίωμα και μάλιστα για πράξη που είναι ανέγκλητη, επομένως όχι παράνομη.
Δηλαδή πως τους εξέθεσαν σε κακουργηματική δίωξη με κίνδυνο προφυλάκισης χωρίς να υπάρχει παράνομη πράξη.
Υπόθεση γηροκομείου στα Χανιά
Οι δυο γυναίκες καταλογίζουν μάλιστα δόλο στους δυο λειτουργούς της Δικαιοσύνης , αφού όπως λένε γνώριζαν ότι η δίωξη δεν εδράζεται στο νόμο κι όμως «(εν γνώσει τους), μας εξέθεσαν σε δίωξη αν και είμαστε αθώες».
Όπως περιγράφουν η τρόφιμος απεβίωσε το 2017, κι ενώ (μετά την αλλαγή του ΠΚ το 2019) το αδίκημα διώκεται μόνο μετά από έγκληση και μάλιστα από στενούς συγγενείς βρέθηκαν κατηγορούμενες μετά από έγκληση από μη δικαιούμενα πρόσωπα που υποβλήθηκε 4 χρόνια μετά.
Όμως όπως λένε, η η μεν εισαγγελέας γνώριζε «όταν άσκησε την ποινική δίωξη και παρήγγειλε κύρια ανάκριση (17.06.22) είχε δει, επισκοπήσει και μελετήσει το σύνολο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η συγγενική σχέση των εγκαλούντων (ανιψιές), το έτος θανάτου και η ανυπαρξία έγκλησης ή μήνυσης εκ μέρους της φερομένης ως παθούσας όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (Οκτώβρης 2014 μέχρι του θανάτου της 28.12.2017).
Η ίδια δε γνώριζε πολύ καλά, ως εισαγγελικός λειτουργός, και το άρθρο 115 παρ. 4 του νέου ΠΚ, που είναι σχεδόν ίδιο με το άρθρο 118 παρ. 4 του προϊσχύσαντος ΠΚ και που προβλέπει ότι σε περίπτωση θανάτου του παθόντος το δικαίωμα εγκλήσεως μεταβιβάζεται ΜΟΝΟΝ στον επιζώντα σύζυγο, σε αυτόν που συμβίωνε με τον παθόντα έως τον θάνατό του, στα τέκνα του και, αν αυτοί δεν υπάρχουν, στους γονείς του. ΚΑΝΕΙΣ ΑΛΛΟΣ δεν δικαιούται σε άσκηση έγκλησης. Επομένως γνώριζε πολύ καλά ότι οι ανιψιές δεν αναφέρονται στον ΠΚ και δεν έχουν κανένα δικαίωμα σε άσκηση μήνυσης».
Για τον δε ανακριτή αναφέρουν πως , ενώ τα γνώριζε κι αυτός όλα αυτά, συνέταξε κατηγορητήριο σε βάρος τους και «παρότι αθώες μας εξέθεσαν εν γνώσει τους σε ποινική δίωξη για κακουργηματικό αδίκημα (απάτη)”.